„επιφορτίζω“: μεταβατικό ρήμα επιφορτίζω [epiforˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beauftragen beauftragen (με mit) επιφορτίζω επιφορτίζω