επιφανειακότητα
[epifaniaˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Seichtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιφανειακότηταεπιφανειακότητα