„επιτυχαίνω“: μεταβατικό ρήμα επιτυχαίνω [epitiˈçeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erwirken erwirken επιτυχαίνω επιτυχαίνω