„επιτρέχω“: μεταβατικό ρήμα επιτρέχω [epitˈrexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) flüchtig durchsehen/überlesen flüchtig durchsehen/überlesen επιτρέχω επιτρέχω