„επιτιθέμενος“: αρσενικό επιτιθέμενος [epitiˈθemenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Angreifer Angreiferαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιτιθέμενος επιτιθέμενος