επιτηρώ
[epitiˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beaufsichtigenεπιτηρώ επιβλέπωεπιτηρώ επιβλέπω
- überwachenεπιτηρώ παρακολουθώεπιτηρώ παρακολουθώ
- επιτηρώ σε εξετάσεις