„επιταχύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα επιταχύνομαι [epitaˈçinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich beschleunigen sich beschleunigen επιταχύνομαι επιταχύνομαι