„επιταχυμένος“ επιταχυμένος [epitaçiˈmenos], επιταχυμένη, επιταχυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beschleunigt beschleunigt επιταχυμένος επιταχυμένος