„επιτακτικός“ επιτακτικός [epitaktiˈkos], επιτακτική, επιτακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) befehlend, Respekt einflößend befehlend, Respekt einflößend επιτακτικός επιτακτικός