„επιστόμιο“: ουδέτερο επιστόμιο [epiˈstomio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mundstück Mundstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n επιστόμιο επιστόμιο