επιστράτευση
[epistˈratefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mobilmachungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιστράτευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατεπιστράτευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ