„επιστολόχαρτο“: ουδέτερο επιστολόχαρτο [epistoˈloxarto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Briefpapier Briefpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich n επιστολόχαρτο επιστολόχαρτο