επιστασία
[epistaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιστασίαεπιστασία
examples
- επιστασία της κατασκευήςBauaufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f