επιστήμονας
[episˈtimonas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wissenschaftlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιστήμοναςεπιστήμονας
examples
- επιστήμονας ανθρώπινης γενετικήςHumangenetikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιστήμονας πυρηνικής ενέργειαςKernforscherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιστήμονας φυσικών επιστημώνNaturwissenschaftlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f