„επισκευάζω“: μεταβατικό ρήμα επισκευάζω [episkjeˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) reparieren, ausbessern reparieren, ausbessern επισκευάζω επισκευάζω