„επιπλώνω“: μεταβατικό ρήμα επιπλώνω [epiˈplono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einrichten, möblieren einrichten, möblieren επιπλώνω επιπλώνω