„επιπλήττω“: μεταβατικό ρήμα επιπλήττω [epiˈplito]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rügen, verweisen, tadeln rügen, verweisen, tadeln επιπλήττω επιπλήττω examples επιπλήττω κάποιον για κάτι jemandem etwas vorhalten επιπλήττω κάποιον για κάτι