„επιμηκύνω“: μεταβατικό ρήμα επιμηκύνω [epimiˈkjino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verlängern verlängern επιμηκύνω αυξάνω κατά μήκος επιμηκύνω αυξάνω κατά μήκος