επιμελητής
[epimeliˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, επιμελήτρια [epimeˈlitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Assistentαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμελητής επόπτης συλλογικού έργουεπιμελητής επόπτης συλλογικού έργου
- wissenschaftliche(r) Mitarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμελητής στο πανεπιστήμιοεπιμελητής στο πανεπιστήμιο
- Lektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμελητής σε έκδοσηεπιμελητής σε έκδοση
- Betreuerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμελητής πρότζεκτεπιμελητής πρότζεκτ