επιμελητήριο
[epimeliˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kammerθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμελητήριοHandwerkskammerθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμελητήριοεπιμελητήριο