επιμελής
[epimeˈlis], επιμελής, επιμελέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sorgfältigεπιμελής που δείχνει ακρίβειαεπιμελής που δείχνει ακρίβεια
- fleißigεπιμελής εργατικόςεπιμελής εργατικός