„επιμαρμάρωση“: θηλυκό επιμαρμάρωση [epimarˈmarosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Marmorverkleidung Marmorverkleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f επιμαρμάρωση επιμαρμάρωση