επιμίσθιο
[epiˈmisθio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gehaltszulageθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμίσθιοεπιμίσθιο
examples
- επιμίσθιο νυκτερινής εργασίαςNachtzuschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m