επιμέλεια
[epiˈmelia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sorgfaltθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμέλεια ακρίβειαεπιμέλεια ακρίβεια
- Sorgeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμέλεια φροντίδαεπιμέλεια φροντίδα
- Fleißαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιμέλεια εργατικότηταεπιμέλεια εργατικότητα
- Betreuungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμέλεια πρότζεκτεπιμέλεια πρότζεκτ