επιλεγμένος
[epileɣˈmenos], επιλεγμένη, επιλεγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausgewähltεπιλεγμένοςεπιλεγμένος
examples
- επιλεγμένο στράτευμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατElitetruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f