„επικαιρότητα“: θηλυκό επικαιρότητα [epikjeˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aktualität Aktualitätθηλυκό | Femininum, weiblich f επικαιρότητα επικαιρότητα