επιδότηση
[epiˈðotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Subventionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδότησηBezuschussungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδότησηεπιδότηση