„επιδιώκω“: μεταβατικό ρήμα επιδιώκω [epiðiˈoko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verfolgen, anstreben, erstreben, trachten nach verfolgen επιδιώκω στόχους επιδιώκω στόχους anstreben, erstreben, trachten nach επιδιώκω προσπαθώ να αποκτήσω επιδιώκω προσπαθώ να αποκτήσω