επιδεκτικότητα
[epiðektiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Empfänglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδεκτικότηταεπιδεκτικότητα
Thank you for your feedback!