επιδειξιομανής
[epiðiksiomaˈnis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, επιδειξιομανής, επιδειξιομανέςOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- exhibitionistischεπιδειξιομανήςεπιδειξιομανής
επιδειξιομανής
[epiðiksiomaˈnis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Exhibitionistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδειξιομανήςεπιδειξιομανής