επιγράφω
[epiˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- betitelnεπιγράφωεπιγράφω
- beschriftenεπιγράφω σε μνημείο, επιτάφια πλάκαεπιγράφω σε μνημείο, επιτάφια πλάκα