„επιβράδυνση“: θηλυκό επιβράδυνση [epiˈvraðinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verlangsamung Verlangsamungθηλυκό | Femininum, weiblich f επιβράδυνση επιβράδυνση