„επιβεβλημένος“ επιβεβλημένος [epivevliˈmenos], επιβεβλημένη, επιβεβλημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erzwungen erzwungen επιβεβλημένος επιβεβλημένος