„επιβεβαιώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα επιβεβαιώνομαι [epiveveˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich bestätigen sich bestätigen επιβεβαιώνομαι επιβεβαιώνομαι