επενδύω
[epenˈðio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verkleidenεπενδύω έπιπλαεπενδύω έπιπλα
- investierenεπενδύω εμπόριο | Handelεμπεπενδύω εμπόριο | Handelεμπ