„επενδυμένος“ επενδυμένος [epenðiˈmenos], επενδυμένη, επενδυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) angelegt, investiert angelegt, investiert επενδυμένος επενδυμένος