επεκτείνομαι
[epekˈtinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich ausdehnenεπεκτείνομαι φωτιά, επιδημίαεπεκτείνομαι φωτιά, επιδημία
- expandierenεπεκτείνομαι πολιτική | Politikπολιτ εμπόριο | Handelεμπεπεκτείνομαι πολιτική | Politikπολιτ εμπόριο | Handelεμπ