επεκτάσιμος
[epekˈtasimos], επεκτάσιμη, επεκτάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erweiterbarεπεκτάσιμος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεπεκτάσιμος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- επεκτατική πολιτικήθηλυκό | Femininum, weiblich fExpansionspolitikθηλυκό | Femininum, weiblich f