επαρχιώτης
[eparçiˈotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Landbewohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπαρχιώτης περεπαρχιώτης περ
- Provinzlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπαρχιώτης μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτεπαρχιώτης μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
- Landbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπαρχιώτης πληθυντικός | Pluralpl περεπαρχιώτης πληθυντικός | Pluralpl περ