„επανόρθωση“: θηλυκό επανόρθωση [epaˈnorθosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wiedergutmachung Wiedergutmachungθηλυκό | Femininum, weiblich f επανόρθωση επανόρθωση