„επανενεργοποιώ“: μεταβατικό ρήμα επανενεργοποιώ [epanenerɣopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) reaktivieren reaktivieren επανενεργοποιώ επανενεργοποιώ