επανειλημμένος
[epaniliˈmenos], επανειλημμένη, επανειλημμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- wiederholt, mehrfachεπανειλημμένοςεπανειλημμένος
Thank you for your feedback!