„επαναφορτίζω“: μεταβατικό ρήμα επαναφορτίζω [epanaforˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wieder aufladen wieder aufladen επαναφορτίζω επαναφορτίζω