„επαναρυθμίζω“: μεταβατικό ρήμα επαναρυθμίζω [epanariθˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachrüsten nachrüsten επαναρυθμίζω επαναρυθμίζω