„επαναπώληση“: θηλυκό επαναπώληση [epanaˈpolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Weiterverkauf Weiterverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m επαναπώληση επαναπώληση