επαναπροσανατολισμός
[epanaprosanatolizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umorientierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπαναπροσανατολισμόςεπαναπροσανατολισμός