„επαναπαύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα επαναπαύομαι [epanaˈpavome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich zufriedengeben sich zufriedengeben (σε mit) επαναπαύομαι επαναπαύομαι