„επαναοπλίζω“: αμετάβατο ρήμα επαναοπλίζω [epanaoˈplizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachrüsten nachrüsten επαναοπλίζω επαναοπλίζω