επαναληπτικός
[epanaliptiˈkos], επαναληπτική, επαναληπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
-
- επαναληπτικός γύροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPlay-off-Rundeθηλυκό | Femininum, weiblich f