„επανέλεχγος“: αρσενικό επανέλεχγος [epaˈnelexɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegenprobe Gegenprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f επανέλεχγος επανέλεχγος